- αλλαξοθρησκεία
- ηεκούσια ή αναγκαστική εγκατάλειψη τής πατροπαράδοτης θρησκείας, αλλαξοπιστία, εξωμοσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο-* + θρησκεία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλαξιθρησκεία — η η αλλαξοθρησκεία* … Dictionary of Greek
αλλαξο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα αλλάζω*. Το αλλαξο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως την έννοια τής «αλλαγής, μεταβολής, αντικατάστασης,… … Dictionary of Greek
αλλαξοπιστία — η [αλλαξόπιστος] αλλαγή θρησκεύματος, αλλαξοθρησκεία, εξωμοσία … Dictionary of Greek